καταλασπώνω

καταλασπώνω
καταλάσπωσα, καταλασπώθηκα, καταλασπωμένος, γεμίζω κάτι ή κάποιον με λάσπες: Καταλασπώθηκα στο χωράφι που μπήκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταλασπώνω — λασπώνω κάποιον εντελώς, τόν γεμίζω λάσπες …   Dictionary of Greek

  • καταβορβορώ — καταβορβορῶ, όω, (Α) λερώνω με λάσπες, καταλασπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βορβορῶ (< βόρβορος «βούρκος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”